Αυτό το νέο κίνημα θρησκευτικού φονταμενταλισμού υποστήριζε ότι η πιο ασφαλής οδός για τη γνώση και τη διάδοση των έργων του Θεού δεν ήταν η επιβολή των εξ αποκαλύψεως αληθειών αλλά η συνειδητοποίηση των αγαθών σχεδίων Του μέσα από την επιστημονική κατανόηση της τελειότητας και της αρμονίας της Φύσης. Η προσπάθεια να παντρέψουν τη νέα επιστημονική γνώση με τα πανάρχαια θεολογικά μυστήρια ονομάστηκε «φυσική θεολογία»: η επιστήμη όχι μόνο δεν είναι αντίπαλος της θρησκείας, αλλά αντιθέτως, αποκαλύπτοντας τη νομοτέλεια και την αρμονία του φυσικού κόσμου προσφέρει την καλύτερη δυνατή απόδειξη της σοφίας και της παντοδυναμίας του Πλάστη.
Η πιο πλήρης διατύπωση αυτού του θεολογικού επιχειρήματος για τον «σκόπιμο σχεδιασμό» των πολύπλοκων φυσικών δομών -από τους πλανήτες μέχρι το μάτι που τους παρατηρεί- διατυπώθηκε το 1802 στο βιβλίο «Natural theology» του Αγγλικανού ιερέα και θεολόγου William Paley. Αν κάποιος έβρισκε θαμμένο σε ένα βουνό ένα πολύπλοκο μηχάνημα, π.χ. ένα ρολόι, μελετώντας το θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι κάποιος ωρολογοποιός το είχε κατασκευάσει, γιατί προφανώς τα διάφορα περίπλοκα μέρη του (γρανάζια, ελατήρια) είχαν τοποθετηθεί σκόπιμα και όχι τυχαία, για να επιτελούν κάποιο σκοπό. Εφαρμόζοντας το ίδιο σκεπτικό στη μελέτη των ζωντανών οργανισμών, ο Paley διατείνεται ότι αν μελετήσει κανείς τη δομή και τη λειτουργία των επιμέρους οργάνων ενός οργανισμού, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να δημιουργήθηκαν τυχαία, αλλά αποτελούν το έργο ενός πάνσοφου και πανάγαθου σχεδιαστή, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Θεό.
Το πρόβλημα με το επιχείρημα του «σκόπιμου σχεδιασμού» είναι ότι, εκτός από το ότι διαπράττει το λογικό σφάλμα της λήψης του ζητουμένου (δηλαδή θεωρεί ως δεδομένο αυτό που πρέπει να αποδείξει), δεν επιβεβαιώνεται από τις επιστημονικές παρατηρήσεις: δεν υπάρχει καμία φυσική ή βιολογική δομή που να λειτουργεί «τέλεια». Συνεπώς ο υποθετικός Δημιουργός τους δεν μπορεί να θεωρείται τέλειος και πάνσοφος! Πριν από 150 χρόνια, στις 24 Νοεμβρίου του 1859, ο Κάρολος Δαρβίνος εξέθεσε αναλυτικά στο βιβλίο του «Περί της καταγωγής των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής» όλα τα επιχειρήματα που καταρρίπτουν την αβάσιμη εικασία περί του σκόπιμου και ευφυούς σχεδιασμού των βιολογικών δομών. Στο περίφημο αυτό βιβλίο τεκμηριώνει επαρκώς την ακριβώς αντίθετη άποψη: ότι ο βασικός μηχανισμός για την παραγωγή και την εξέλιξη της βιολογικής πολυπλοκότητας είναι η φυσική επιλογή.
Με αφετηρία μια σειρά από καλά επιβεβαιωμένες υποθέσεις, όπως: 1. οι φυσικοί πόροι σε ένα δεδομένο περιβάλλον είναι περιορισμένοι· 2. τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους· 3. τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα άτομα ενός πληθυσμού είναι κληρονομήσιμα, ο Δαρβίνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: αφού οι πόροι του περιβάλλοντος είναι περιορισμένοι και τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους, τότε η επιβίωση στον «αγώνα για την ύπαρξη» δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά εξαρτάται από κάποια ιδιαίτερα γενετικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε ορισμένα άτομα να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στο δεδομένο περιβάλλον. Αυτόν τον μηχανισμό επιλεκτικής επιβίωσης ορισμένων ατόμων ενός πληθυσμού ο Δαρβίνος τον αποκάλεσε «φυσική επιλογή», γιατί, ενώ δεν διαθέτει καθόλου βούληση ή συνείδηση, «επιλέγει» ποια από αυτά τα διαφορετικά άτομα μπορούν να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν, ήτοι να εξελιχθούν.
Η εικόνα της φύσης που προκύπτει από το έργο του Δαρβίνου είναι όχι μόνο καινοφανής, αλλά και βαθύτατα επαναστατική. Εκεί που ένας προδαρβινικός φυσιοδίφης έβλεπε μόνο φυσική αρμονία, σταθερότητα και σκόπιμο σχεδιασμό, ένας δαρβινιστής βλέπει μόνο τον αγώνα για την επιβίωση και την αναπαραγωγή, που καταλήγει αναπόφευκτα στην εξέλιξη των ειδών. Ενώ για τον προδαρβινικό τρόπο σκέψης η ποικιλομορφία μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους ήταν ένα δευτερεύον τυχαίο γεγονός που δεν έθιγε καθόλου την προδιαγεγραμμένη αρμονία -από τον Θεό ή τη Φύση, αδιάφορο-, για έναν εξελικτιστή αυτή η ποικιλομορφία αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της εξέλιξης.
Από τη φυσική επιλογή στον νοήμονα σχεδιασμό
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, 150 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση των ιδεών του Δαρβίνου, δεν είναι σε όλους σαφές ότι η βιολογική εξέλιξη δεν είναι «απλώς μια θεωρία», αλλά ένα καλά και πολλαπλά επιβεβαιωμένο φυσικό φαινόμενο. Γιατί όμως η αποδοχή της συγκεκριμένης επιστημονικής εξήγησης του φαινομένου της ζωής συνάντησε και εξακολουθεί να συναντά απίστευτες αντιστάσεις; Πού βασίζονται οι οπαδοί του «Ευφυούς Σχεδιασμού» (Intelligent Design), μιας σύγχρονης εκδοχής της φυσικής θεολογίας, όταν απαιτούν να διδάσκονται οι αναπόδεικτες θεολογικές πεποιθήσεις τους στα σχολεία;
Η προσπάθεια αυτών των νεοσκοταδιστών να εμφανίζουν ως αναφαίρετο δημοκρατικό τους δικαίωμα (!) το παράλογο αίτημά τους να θεωρούν ως εξίσου λογική και επιστημονικά τεκμηριωμένη την άποψη ότι ο Θεός παρεμβαίνει και προσανατολίζει σκόπιμα τις εξελικτικές διεργασίες, προσκρούει βέβαια σε ανυπέρβλητα επιστημονικά αλλά και νομικά εμπόδια (όπως π.χ. στο δικαίωμα στην ανεξιθρησκία). Ωστόσο οι νεοδημιουργιστές επιμένουν: αν το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η επιστήμη θεωρείται αληθές, αλλά η αποδοχή του οδηγεί σε δυσάρεστες κοινωνικές και αρνητικές ηθικές συνέπειες, τότε αυτό το συμπέρασμα θα πρέπει να θεωρείται ψευδές.
Πώς πρέπει να αντιμετωπίζει μια σύγχρονη κοινωνία τα επιχειρήματα των οπαδών του «Ευφυούς Σχεδιασμού»; Προφανώς η επιστημονική έρευνα αδυνατεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τη βαθύτατη πίστη των δημιουργιστών ότι ο πανάγαθος Θεός δημιούργησε το Σύμπαν και τον άνθρωπο, και ότι ως Παντοδύναμος έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει και να κατευθύνει κατά βούληση τα φυσικά φαινόμενα. Ωστόσο, η επιστημονική μέθοδος είναι ικανή να ελέγχει τους επιμέρους και συγκεκριμένους ισχυρισμούς των δημιουργιστών, αποφασίζοντας, κατά περίπτωση, αν αυτοί οι ισχυρισμοί επιβεβαιώνονται από τις διαθέσιμες γνώσεις και παρατηρήσεις!
Πράγματι, η αδυναμία διαλόγου των εξελικτιστών με τους δημιουργιστές οφείλεται στο ότι ενώ οι εξελικτιστές υποβάλλουν συνεχώς σε επιστημονική δοκιμασία όλες τις απόψεις τους και δεν έχουν ποτέ απόλυτες βεβαιότητες, οι δημιουργιστές θεωρούν ότι κατέχουν τις οριστικές απαντήσεις σε όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα. *
Είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι να πιστεύουμε στο υπερφυσικό;
Πού οφείλεται ο εξόφθαλμος «εξελικτικός αναλφαβητισμός», που οδηγεί στη συλλήβδην απόρριψη του Δαρβίνου;
Γιατί οι άνθρωποι, παρά τις αντίθετες ενδείξεις, εξακολουθούν να πιστεύουν σε υπερφυσικά φαινόμενα και όντα (θεούς, δαίμονες); Πρόσφατες έρευνες στο πεδίο της εξελικτικής ψυχολογίας, της γνωσιακής ανθρωπολογίας και της νευροεπιστήμης υποδεικνύουν ότι ο ανθρώπινος νους είναι βιολογικά «προγραμματισμένος» να διακρίνει τα άψυχα από τα έμψυχα όντα, αλλά και να αποδίδει με μεγάλη ευκολία και αδιακρίτως σκοπούς και προθέσεις σε αμφότερα.
Δεν θα ήταν λοιπόν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι τέτοιες διανοητικές εξειδικεύσεις μπορεί να ευθύνονται για τον αδικαιολόγητο σκεπτικισμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν την εξελικτική θεωρία, αλλά και γενικότερα τις επιστημονικές εξηγήσεις, τόσοι πολλοί άνθρωποι. Απ' ό,τι φαίνεται, οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μια φυσική προδιάθεση για τις τελεολογικές και τις εμπρόθετες εξηγήσεις που υποκρύπτουν ένα μυστικό «σχέδιο». Και η γοητεία που ασκεί στις μάζες ο «Ευφυής Σχεδιασμός» ίσως να βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την υποσυνείδητη τάση μας.
Αυτά τα γνωστικά συστήματα θα πρέπει να εμφανίστηκαν σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη εξελικτική ιστορία. Και συνδέονται στενά με τη διαρκή ανάγκη μας να εξηγούμε τα ακατανόητα ή επώδυνα φαινόμενα καταφεύγοντας σε αόρατους ή υπερφυσικούς δράστες. Με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος νους, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με εντελώς άγνωστα ή ιδιαίτερα επώδυνα φαινόμενα (μια σοβαρή ασθένεια ή ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου), τείνει να υιοθετεί υπερφυσικές εξηγήσεις.
Ισως λοιπόν οι ίδιοι εξελικτικοί μηχανισμοί που οδήγησαν στην εμφάνιση του έλλογου ανθρώπινου νου, να οδηγούν, σε ορισμένες ασυνήθιστες και ακραίες περιστάσεις, στην επίκληση του άλογου: της θρησκείας και της μαγείας, των θεών και των δαιμονικών πλασμάτων.
Πηγή:
enet.gr